τετράεδρος

τετράεδρος
-η, -ο
1. αυτός που έχει τέσσερις έδρες.
2. το ουδ. ως ουσ., τετράεδρο στερεό σώμα που έχει τέσσερις έδρες, πυραμίδα με τριγωνική βάση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τετράεδρος — η, ο / τετράεδρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τέσσερεις έδρες («τετράεδροι πυραμίδες», Ιάμβλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράεδρο(ν) πυραμίδα με τριγωνική βάση (α. «κανονικό τετράεδρο» τετράεδρο τού οποίου οι έδρες είναι τέσσερα ίσα ισόπλευρα τρίγωνα …   Dictionary of Greek

  • τετράεδρον — τετράεδρος having four faces masc/fem acc sg τετράεδρος having four faces neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράεδροι — τετράεδρος having four faces masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβελίσκος — Μνημείο της αρχαίας Αιγύπτου, τετράεδρος, επιμήκης λίθινος στύλος –συνήθως μονολιθικός– που καταλήγει σε πυραμοειδή κορυφή. Η εμφάνιση του ο. συνδέεται με τη λατρεία του Ρα και παραμένει πάντοτε ηλιακό σύμβολο. Τα αρχαιότερα δείγματα ανάγονται… …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετραεδρίτης — Ορυκτό, αντιμονιοθειούχο άλας χαλκού, με χημικό τύπο Cu3SbS3 4 του κυβικού συστήματος. Το ορυκτό τετραεδρίτης. * * * ο, Ν (ορυκτ.) θειοαντιμονιούχο ορυκτό τού χαλκού, τού σιδήρου, τού ψευδαργύρου και τού αργύρου το οποίο ανήκει στην ομάδα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”